παρίας

παρίας
Όνομα που πέρασε στην ελληνική μέσω των ευρωπαϊκών γλωσσών, για να δηλώσει το άτομο που δεν ανήκει σε κάποια κοινωνική τάξη. Προέρχεται από το ινδικό paraiyan που σημαίνει σκλάβος και αναφέρεται σε καταπιεσμένη κάστα και πληθυσμό της Νότιας Ινδίας, προδραβιανής καταγωγής. Οι παλαιοί βραχμανικοί κώδικες είχαν κατατάξει τους π. σε αμπχικάστρες (επικατάρατους), βρατύες (απόκληρους) και αψάντες (απωθημένους). Οι τελευταίοι θεωρούνταν ανίκανοι να τελέσουν ιερατική τελετουργία και έπρεπε να ζουν μακριά από κατοικημένες περιοχές. Τελικά, απομακρύνονταν από το κοινωνικό σύνολο γιατί, γεννημένοι από παράνομες ενώσεις, όφειλαν να ασκούν ταπεινά και ευκαταφρόνητα επαγγέλματα, απαγορευμένα στα μέλη των φυλών. Οι άλλοι είχαν τη δυνατότητα να ξαναγυρίσουν στους κόλπους της φυλής τους μετά από εξαγνισμό.
* * *
ο
1. μέλος τών κατώτερων καστικών ομάδων τής ινδουιστικής Ινδίας
2. μτφ. άτομο ή κοινωνικό σύνολο που μειονεκτεί ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά του δικαιώματα έναντι τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. paraiyar. Ο τ. μαρτυρείται από 1867 στον Σ. Ι. Τσιβανόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρίας — ο (λ. ινδ.), άτομο με περιορισμένα δικαιώματα που θεωρείται παρακατιανό: Παρίες υπάρχουν μόνο στα ανελεύθερα κοινωνικά καθεστώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παρίας — Παρίᾱς , Πάριος Paros fem acc pl Παρίᾱς , Πάριος Paros fem gen sg (attic doric aeolic) Παρίᾱς , Πάρος Paros fem acc pl Παρίᾱς , Πάρος Paros fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • λιπερνής — λιπερνής, ῆτος, ὁ (Α) 1. φτωχός, άθλιος, παρίας, απόβλητος, έρημος 2. ορφανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. λιπ (τού λείπω*) + ἔρνος «καρπός, βλαστός» (παρά τὸ λείπεσθαι ἐρνέων, ὅ ἐστι φυτῶν). Η λ.,… …   Dictionary of Greek

  • επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Μονιούσκο, Στανίσλαβ — (Stanislav Moniuszko, 1819 – 1872). Πολωνός συνθέτης. Διετέλεσε διευθυντής του μελοδράματος στη Βαρσοβία και καθηγητής του εκεί Ωδείου. Οι πολυάριθμες μελωδίες του έχουν καθαρά εθνικό χαρακτήρα και τα μελοδράματά του έχουν επηρεαστεί από τη λαϊκή …   Dictionary of Greek

  • Στρίντμπεργκ, Γιόχαν Άουγκουστ — (Strindberg). Σουηδός συγγραφέας και δραματουργός (Στοκχόλμη 1849 – 1912). Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνιζόμενος να σπουδάσει, να γίνει κάτι, να μπει στην ανώτερη κοινωνία. Το έργο του Σ., που είναι βασικά αυτοβιογραφικό, φέρνει τη σφραγίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”